- κοκκινοσκούφης
- οθηλ. κοκκινοσκούφα1. αυτός που φοράει κόκκινο σκουφί.2. αυτός που διαδηλώνει τις επαναστατικές του ιδέες με κόκκινο κάλυμμα της κεφαλής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.